- ὑποδάκνω
- ὑποδάκνω,A bite privily,
φθεῖρες γεωργὸν ὑ. App.BC1.101
.II to be somewhat pungent,τῇ γεύσει Dsc.4.142
: metaph., to be mordant, Demetr.Eloc.260.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθεῖρες γεωργὸν ὑ. App.BC1.101
.τῇ γεύσει Dsc.4.142
: metaph., to be mordant, Demetr.Eloc.260.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποδάκνω — ΜΑ δαγκώνω κρυφά, ύπουλα («φθεῑρες γεωργὸν ὑποδάκνουσαι», Αππ.) μσν. μέσ. ὑποδάκνομαι ζηλεύω κάπως, νιώθω λίγη ζήλεια αρχ. 1. (για γεύση) είμαι κάπως δριμύς 2. μτφ. είμαι δηκτικός, σαρκαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δάκνω «δαγκώνω»] … Dictionary of Greek
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek